- κελεπούρι
- το1. ανέλπιστο εύρημα, ευκαιρία ή κέρδος που υπερβαίνει κάθε προσδοκία2. εμπόρευμα που αγοράζεται πολύ φθηνά.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kelepir].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κελεπούρι — το (λ. τουρκ. ή περσ.), ανέλπιστο εύρημα ή εμπόρευμα που αγοράζεται φτηνά: Βρήκα ένα κελεπούρι! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ούρι — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής από μσν. κατάλ. ούρι(ο)ν που σχηματίστηκε από ουσ. σε ουρος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. μελάν ουρος > μελαν ούρι, παλί ουρος > παλι oύρı, κόντ ουρος > κοντ ούρι) και επεκτάθηκε και σε ονόματα που δεν… … Dictionary of Greek
Καλούτσας, Τάσος — (Θεσσαλονίκη 1948 –). Φιλόλογος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σταδιοδρόμησε ως φιλόλογος σε σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Παράλληλα ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία, ιδιαίτερα με… … Dictionary of Greek